Στις εκβολές του ποταμού
έχτιζε κάστρα
η λυγαριά κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου
κι εκείνος σκάλιζε κι έχτιζε τα δικά του θέλω.
Στου νερού το κελάρυσμα ,τσιμπολογούσαν τα σπουργίτια δροσιά
κι αυτός έσκαβε τις κορυφές των ονείρων
για να φυτέψει φεγγαριού αχτίδες
ακούραστα έδενε με τάξη τα χαμένα όνειρα του ,στο πουγκί της μνήμης.
Ύφαινε με της ψυχής το χτένι ,μεταξωτό μαντήλι
για να σβήσει της βροχής το δάκρυ
έφευγε για του ορίζοντα την άκρη
φεγγοβολάει η απουσία στο άδειο το κρεβάτι.
Σιωπηλά κι αθόρυβα
ένα θλιμμένο απόγευμα
κίνησε ν' αρμενίζει
οι φλόγες ήσυχα κατάπιναν, το φλεγόμενο δείλι.
Κι εγώ έχασα τα χνάρια του
ο αγέρας έπαψε να μου ψιθυρίζει
πνίγηκα στο βυθό μου,στ' ασάλευτο τ' όνειρό μου
της Αφροδίτης τ' αστέρι και του αυγερινού το ταίρι,θρύψαλα στο μυαλό μου..🌟✨🌟






