Έκλεισες την πόρτα κι έφυγες,η λάμπα τρεμοσβήνει
ο καθρέφτης έσπασε σβήστηκε το παρελθόν
έτρεχες στους γελαστούς τους δρόμους
με τη χαρά κρεμασμένη στους ώμους
τώρα οι στράτες ερήμωσαν
τα δωμάτια άδειασαν,τα φώτα σβήσαν
οι τοίχοι μ'αναμνήσεις μουτζουρωμένοι
με μαύρα μαντήλια σκεπασμένοι
Άνοιξη ήταν,το χαμόγελο άνθιζε
μα τώρα τι θα φωτίσει τη στράτα μου
ο ήλιος έσβησε στα μάτια
η χαρά σκοτώθηκε στα σκαλοπάτια
στο Μάντσεστερ το αίμα της ψυχής
στους δρόμους αναστενάζει
τηρημένες οι υποσχέσεις τη νυχτιά
έκαιγε τα σύννεφα η φωτιά
κι ο θάνατος φτιαγμένος απ'ατσάλι
το γέλιο αφαιρούσε απ'τη ζωή
άκαμπτος ως το τέλος δε λύγισε
ακόμα κι όταν η αύρα των παιδιών τον τύλιξε
τώρα στο άκουσμα του καλοκαιριού
το σώμα πόδια δεν έχει πια να τρέξει
πώς να εμπιστευτώ πως η χαρά θα συνεχιστεί
αφού η ψυχή μυρίζει θάνατο κείτεται νεκρή....



